-
1 прилагательное
-
2 прилагательное
прилагательноес грам. τό ἐπίθετο[ν]. -
3 имя
το όνομαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > имя
-
4 согласовать
-сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. согласованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. συνδυάζω, συντονίζω•согласовать действия танков и артиллерии συντονίζω τη δράση των αρμάτωνμάχης και πυροβολικού.
2. (γραμμ.) βάζω, κάνω να συμφωνήσει•согласовать прилагательное с существительным βάζω το επίθετο να συμφωνήσει με το ουσιαστικό (κατά γένος, αριθμό και πτώση).
1. παλ. συνδυάζομαι• συνδέομαι.2. συμφωνώ• αντιστοιχώ•новое постановление не -ется с прежним η καινούρια απόφαση διαφέρει από την προηγούμενη.
3. (τραμμ.) συμφωνώ (στο γένος ή αριθμό ή πτώση ή πρόσωπο)•сказуемое -ется с подлежащим το κατηγόρημα συμφωνεί με το υποκείμενο•
прилагательное -ется с существительным το επίθετο συμφωνεί με το ουσιαστικό.
-
5 качественный
качественныйприл в разн. знач. ποιοτικός:\качественный анализ хим. ἡ ποιοτική ἀνάλυση [-ις]· в \качественныйом отношении ποιοτικά· \качественныйое прилагательное грам. τό ποιοτι-κό[ν] ἐπίθετο[ν]. -
6 отглагбльный
отглагбльн||ыйприл грам. ρηματικός, τοῦ ρήματος:\отглагбльныйое существительное τό ρηματικό παράγωγο, τό ρηματικό ούσιαστικόν \отглагбльныйое прилагательное τό ρηματικό ἐπίθετο. -
7 качественный
επ.1. ποιοτικός•-ые изменения ποιοτικές αλλαγές.
2. καλής ποιότητας•-ые продукты προϊόντα καλής ποιότητας.
εκφρ.качественный анализ – ποιοτική ανάλυση•- ое прилагательное – (γραμμ.) ποιοτικό επίθετο. -
8 отглагольный
επ.ρηματικός, από ρήμα•-ое существительное ουσιαστικό παράγωγο από ρήμα•
-ое прилагательное επίθετο παράγωγο από ρήμα.